- οκότε
- ὁκότε (Α)ιων. τ. βλ. οπότε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁκότε — ὁπότε when ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκότ' — ὁκότε , ὁπότε when ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… … Dictionary of Greek